- χρηστομαθώς
- Αεπίρρ. βλ. χρηστομαθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηστομαθής — ές, Α 1. φιλομαθής 2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο 3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης 4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές η χρηστομάθεια. επίρρ... χρηστομαθῶς Α με φιλομάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek